Page 91 - teyxos_13
P. 91
Ο πατέρας μου τρέχει μπροστά σα νευρωτική μαριονέτα. Παρασύρομαι προς το κέντρο της ομάδας. Ο αρχηγός τους μοιρά-
Τον ακολουθώ με δυσκολία. Βλέπω τη γερτή πλάτη και ζει φυλλάδια και σακίδια με τη φίρμα του πρακτορείου. Τα βγά-
τα εξαρθρωμένα μέλη του να απομακρύνονται και ελατ- ζει από τη βαριά ταξιδιωτική τσάντα, που κρέμεται στον αριστερό
τώνω ακόμη περισσότερο την ταχύτητά μου. Του παίρνει χρόνο του ώμο. Γυρνά προς το μέρος μου πριν προλάβω να φύγω. Είναι
μέχρι να το αντιληφθεί. Περιμένει να τον φτάσω και παίρνει τη ο Γιάννης. Μένουμε ακίνητοι, περικυκλωμένοι από τον κόσμο. «Τι
βαλίτσα από το χέρι μου. «Δώσ’ τη σε μένα», λέει, ενώ την κρατά κάνεις εσύ εδώ;» με ρωτάει. Πιάνει το μπράτσο μου και με τραβά
ήδη σφικτά. Περπατώ γρηγορότερα τώρα, αλλά πάλι μένω πίσω. έξω από τον κλοιό. «Τι κάνεις εδώ;».
Λαχανιάζω, η καρδιά τραντάζεται στο στήθος μου. «Όλους θα μας
θάψει ο γέρος», σκέφτομαι. Μπαίνουμε στην αίθουσα αναχωρήσε- Του λέω πως πάμε στο νησί, ο πατέρας μου περιμένει έξω. Πρέ-
ων και κατευθύνεται προς μια ουρά. Μου κάνει ένα κοφτό νεύμα πει να φύγω, να τον βρω, πάμε στο νησί, βιάζομαι. Πάμε στην κη-
με το χέρι. Πλησιάζω και στέκομαι σε μικρή απόσταση. Η αίθου- δεία του Μανώλη. Ο Μανώλης πέθανε. Πρέπει να φύγω. Ο Γιάν-
σα είναι κρύα, αλλά το κεφάλι μου καίγεται. Μικρές σπίθες τρώνε νης με κοιτάζει διερευνητικά. «Μια χαρά είσαι», αποφασίζει στο
το δέρμα μου. Γλιστρώ την παλάμη στη γλίτσα του μετώπου μου. τέλος. «Μια χαρά είσαι». Τον παρατηρώ κι εγώ. Έχει γκριζάρει και
Κοιτάζω το κουβάρι του κόσμου τριγύρω. το κορμί του γέρνει μόνιμα δεξιά, τραβηγμένο από κάποιο αόρα-
το βαρίδι. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είναι έτσι. «Κι εσύ», του λέω,
«Δεν έχουμε αποσκευές, αυτό θα το πάρουμε μαζί», λέει στην κο- «κι εσύ μια χαρά είσαι». Μου λέει σε ποια χώρα πάει, για πόσο
πέλα πίσω απ’ τον γκισέ. Η μικρή βαλίτσα είναι σχεδόν άδεια. Έχει καιρό, ρωτάει για παλιούς γνωστούς. Γκρινιάζει πως δεν υποφέ-
μέσα ένα παντελόνι, τρία κοντομάνικα, ένα μακρυμάνικο, τέσσερα ρει άλλο τα ταξίδια. Εγώ κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και
βρακιά, κάλτσες βαμβακερές, μαγιό, οδοντόκρεμα μικρή, οδοντό- λέω «ναι, ναι, ναι».
βουρτσα, σαπούνι, δείγματα αντηλιακής κρέμας, χάπια, φορτιστή
κινητού, ένα μαύρο φόρεμα και παλιά, μαύρα πέδιλα. Έχει ακόμη Μια ευτραφής κυρία με φουσκωμένα μαλλιά του φωνάζει «Ε, αρ-
μια πλαστική σακούλα με μια αλλαξιά εσώρουχα του πατέρα μου, χηγέ, ακόμη δε ξεκινήσαμε μας παρατάς;». «Σε ψάχνουν», του λέω.
τα ξυριστικά και το τσαντάκι του. Φοράει το μαύρο κοστούμι του «Χέσ’ τους», απαντά. Κοιτώ το ψαρίσιο στόμα του ν’ ανοιγοκλείνει
και άσπρο πουκάμισο. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. χωρίς ν’ ακούω πια τα λόγια του. Δε θέλω να μείνω άλλο εδώ. «Θα
τα πούμε», του λέω, «πρέπει να φύγω». Τεντώνομαι πάνω στο σώμα
Έχουμε φτάσει νωρίς, ο πατέρας μου βγαίνει έξω για τσιγάρο. Σέρ- του, αγκαλιαζόμαστε, «αντίο», λέω, «αντίο». Τον χτυπώ στην πλάτη
νει μαζί του τη βαλίτσα. Πάω στην τουαλέτα και ρίχνω νερό στο φιλικά και μετά το χέρι μου γραπώνεται στο πουκάμισό του, το δά-
πρόσωπό μου. Στέκομαι καθηλωμένη μπροστά στον καθρέφτη, χτυλό μου κάνει θηλή στο ύφασμα και αγκιστρώνεται εκεί, στην πλά-
ενώ φευγαλέες αντανακλάσεις γυναικών πηγαινοέρχονται βιαστι- τη του. «Αντίο», λέω, αλλά μένω εκεί να τραβώ το πουκάμισο και ο
κές. Η μορφή μου, μαλακό ζυμάρι με κίτρινες, βρεγμένες τούφες Γιάννης σκυμμένος στον ώμο μου, ακίνητος. «Αντίο», λέω ακόμη και
μαλλιών, με κοιτά χωρίς να με αναγνωρίζει. αυτός μένει ασάλευτος, μέχρι που απομακρύνομαι, αλλά το κορμί
του δεν ισιώνει, μια άδεια, θολωτή κάμαρα, κι εγώ γυρνώ και φεύγω.
Διασχίζω την αίθουσα αργά, παρατηρώντας τους ανθρώπους. Συ-
ναντιόμαστε και αποχαιρετιζόμαστε, παρτενέρ σε κάποια συγκε- Ο πατέρας μου έχει αφήσει τη βαλίτσα σε μια γωνιά και κόβει βόλ-
χυμένη χορογραφία. Είναι όλοι όμορφοι. Οι υπερβολικά ψηλοί και τες μες στο μαύρο του κοστούμι. Από τα δάχτυλά του κρέμεται ένα
οι πολύ κοντοί, οι σωματώδεις και οι ξερακιανοί, αυτοί που περπα- σβηστό τσιγάρο. Μετρά τα πλακάκια τού πεζοδρομίου σα γερασμέ-
τούν μπατάροντας από το ένα πόδι στο άλλο, και όσοι είναι σημα- νο νήπιο. Τον φωνάζω και τρέχει προς το μέρος μου.
δεμένοι στο πρόσωπο ή στο κορμί, ακόμη κι αυτοί που παρελαύ-
νουν συνοφρυωμένοι και κορδωμένοι κατά πάνω μου, όλοι τους, Στην πύλη επιβίβασης έχει μαζευτεί πλήθος, συγκρατημένα ανα-
είναι πολύ όμορφοι. στατωμένο, σα να ξετυλίγουν κάποιο δώρο. Ο πατέρας μου έχει
πιάσει κουβέντα με γνωστούς. Οι μορφές τους αναδύονται από πα-
Πριν την έξοδο μπερδεύομαι με τους εκδρομείς κάποιου γκρουπ, λιωμένες αναμνήσεις, αόριστα οικείες. Απομακρύνομαι. Βρίσκω μια
στέκονται σε παρέες και απαγγέλλουν σε άτυπη αναμέτρηση τα άδεια θέση και κάθομαι. Η γυναίκα απέναντι είναι σκυμμένη στην
προηγούμενα ταξίδια τους. «Στην Καππαδοκία ανεβήκαμε σε αε- ανοιχτή ατζέντα της. Μετρά τις μέρες και πιέζει το στιλό στις σε-
ρόστατο, ήταν υπέροχα, όλος ο ουρανός γεμάτος αερόστατα» και λίδες. Το μελάνι μουντζουρώνει με μικρά, στοιχισμένα γράμματα
«Στην Ταϋλάνδη φάγαμε τηγανητά έντομα, τραγανά σαν τσιπς». τις εβδομάδες και τους μήνες.
91
Τον ακολουθώ με δυσκολία. Βλέπω τη γερτή πλάτη και ζει φυλλάδια και σακίδια με τη φίρμα του πρακτορείου. Τα βγά-
τα εξαρθρωμένα μέλη του να απομακρύνονται και ελατ- ζει από τη βαριά ταξιδιωτική τσάντα, που κρέμεται στον αριστερό
τώνω ακόμη περισσότερο την ταχύτητά μου. Του παίρνει χρόνο του ώμο. Γυρνά προς το μέρος μου πριν προλάβω να φύγω. Είναι
μέχρι να το αντιληφθεί. Περιμένει να τον φτάσω και παίρνει τη ο Γιάννης. Μένουμε ακίνητοι, περικυκλωμένοι από τον κόσμο. «Τι
βαλίτσα από το χέρι μου. «Δώσ’ τη σε μένα», λέει, ενώ την κρατά κάνεις εσύ εδώ;» με ρωτάει. Πιάνει το μπράτσο μου και με τραβά
ήδη σφικτά. Περπατώ γρηγορότερα τώρα, αλλά πάλι μένω πίσω. έξω από τον κλοιό. «Τι κάνεις εδώ;».
Λαχανιάζω, η καρδιά τραντάζεται στο στήθος μου. «Όλους θα μας
θάψει ο γέρος», σκέφτομαι. Μπαίνουμε στην αίθουσα αναχωρήσε- Του λέω πως πάμε στο νησί, ο πατέρας μου περιμένει έξω. Πρέ-
ων και κατευθύνεται προς μια ουρά. Μου κάνει ένα κοφτό νεύμα πει να φύγω, να τον βρω, πάμε στο νησί, βιάζομαι. Πάμε στην κη-
με το χέρι. Πλησιάζω και στέκομαι σε μικρή απόσταση. Η αίθου- δεία του Μανώλη. Ο Μανώλης πέθανε. Πρέπει να φύγω. Ο Γιάν-
σα είναι κρύα, αλλά το κεφάλι μου καίγεται. Μικρές σπίθες τρώνε νης με κοιτάζει διερευνητικά. «Μια χαρά είσαι», αποφασίζει στο
το δέρμα μου. Γλιστρώ την παλάμη στη γλίτσα του μετώπου μου. τέλος. «Μια χαρά είσαι». Τον παρατηρώ κι εγώ. Έχει γκριζάρει και
Κοιτάζω το κουβάρι του κόσμου τριγύρω. το κορμί του γέρνει μόνιμα δεξιά, τραβηγμένο από κάποιο αόρα-
το βαρίδι. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είναι έτσι. «Κι εσύ», του λέω,
«Δεν έχουμε αποσκευές, αυτό θα το πάρουμε μαζί», λέει στην κο- «κι εσύ μια χαρά είσαι». Μου λέει σε ποια χώρα πάει, για πόσο
πέλα πίσω απ’ τον γκισέ. Η μικρή βαλίτσα είναι σχεδόν άδεια. Έχει καιρό, ρωτάει για παλιούς γνωστούς. Γκρινιάζει πως δεν υποφέ-
μέσα ένα παντελόνι, τρία κοντομάνικα, ένα μακρυμάνικο, τέσσερα ρει άλλο τα ταξίδια. Εγώ κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και
βρακιά, κάλτσες βαμβακερές, μαγιό, οδοντόκρεμα μικρή, οδοντό- λέω «ναι, ναι, ναι».
βουρτσα, σαπούνι, δείγματα αντηλιακής κρέμας, χάπια, φορτιστή
κινητού, ένα μαύρο φόρεμα και παλιά, μαύρα πέδιλα. Έχει ακόμη Μια ευτραφής κυρία με φουσκωμένα μαλλιά του φωνάζει «Ε, αρ-
μια πλαστική σακούλα με μια αλλαξιά εσώρουχα του πατέρα μου, χηγέ, ακόμη δε ξεκινήσαμε μας παρατάς;». «Σε ψάχνουν», του λέω.
τα ξυριστικά και το τσαντάκι του. Φοράει το μαύρο κοστούμι του «Χέσ’ τους», απαντά. Κοιτώ το ψαρίσιο στόμα του ν’ ανοιγοκλείνει
και άσπρο πουκάμισο. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. χωρίς ν’ ακούω πια τα λόγια του. Δε θέλω να μείνω άλλο εδώ. «Θα
τα πούμε», του λέω, «πρέπει να φύγω». Τεντώνομαι πάνω στο σώμα
Έχουμε φτάσει νωρίς, ο πατέρας μου βγαίνει έξω για τσιγάρο. Σέρ- του, αγκαλιαζόμαστε, «αντίο», λέω, «αντίο». Τον χτυπώ στην πλάτη
νει μαζί του τη βαλίτσα. Πάω στην τουαλέτα και ρίχνω νερό στο φιλικά και μετά το χέρι μου γραπώνεται στο πουκάμισό του, το δά-
πρόσωπό μου. Στέκομαι καθηλωμένη μπροστά στον καθρέφτη, χτυλό μου κάνει θηλή στο ύφασμα και αγκιστρώνεται εκεί, στην πλά-
ενώ φευγαλέες αντανακλάσεις γυναικών πηγαινοέρχονται βιαστι- τη του. «Αντίο», λέω, αλλά μένω εκεί να τραβώ το πουκάμισο και ο
κές. Η μορφή μου, μαλακό ζυμάρι με κίτρινες, βρεγμένες τούφες Γιάννης σκυμμένος στον ώμο μου, ακίνητος. «Αντίο», λέω ακόμη και
μαλλιών, με κοιτά χωρίς να με αναγνωρίζει. αυτός μένει ασάλευτος, μέχρι που απομακρύνομαι, αλλά το κορμί
του δεν ισιώνει, μια άδεια, θολωτή κάμαρα, κι εγώ γυρνώ και φεύγω.
Διασχίζω την αίθουσα αργά, παρατηρώντας τους ανθρώπους. Συ-
ναντιόμαστε και αποχαιρετιζόμαστε, παρτενέρ σε κάποια συγκε- Ο πατέρας μου έχει αφήσει τη βαλίτσα σε μια γωνιά και κόβει βόλ-
χυμένη χορογραφία. Είναι όλοι όμορφοι. Οι υπερβολικά ψηλοί και τες μες στο μαύρο του κοστούμι. Από τα δάχτυλά του κρέμεται ένα
οι πολύ κοντοί, οι σωματώδεις και οι ξερακιανοί, αυτοί που περπα- σβηστό τσιγάρο. Μετρά τα πλακάκια τού πεζοδρομίου σα γερασμέ-
τούν μπατάροντας από το ένα πόδι στο άλλο, και όσοι είναι σημα- νο νήπιο. Τον φωνάζω και τρέχει προς το μέρος μου.
δεμένοι στο πρόσωπο ή στο κορμί, ακόμη κι αυτοί που παρελαύ-
νουν συνοφρυωμένοι και κορδωμένοι κατά πάνω μου, όλοι τους, Στην πύλη επιβίβασης έχει μαζευτεί πλήθος, συγκρατημένα ανα-
είναι πολύ όμορφοι. στατωμένο, σα να ξετυλίγουν κάποιο δώρο. Ο πατέρας μου έχει
πιάσει κουβέντα με γνωστούς. Οι μορφές τους αναδύονται από πα-
Πριν την έξοδο μπερδεύομαι με τους εκδρομείς κάποιου γκρουπ, λιωμένες αναμνήσεις, αόριστα οικείες. Απομακρύνομαι. Βρίσκω μια
στέκονται σε παρέες και απαγγέλλουν σε άτυπη αναμέτρηση τα άδεια θέση και κάθομαι. Η γυναίκα απέναντι είναι σκυμμένη στην
προηγούμενα ταξίδια τους. «Στην Καππαδοκία ανεβήκαμε σε αε- ανοιχτή ατζέντα της. Μετρά τις μέρες και πιέζει το στιλό στις σε-
ρόστατο, ήταν υπέροχα, όλος ο ουρανός γεμάτος αερόστατα» και λίδες. Το μελάνι μουντζουρώνει με μικρά, στοιχισμένα γράμματα
«Στην Ταϋλάνδη φάγαμε τηγανητά έντομα, τραγανά σαν τσιπς». τις εβδομάδες και τους μήνες.
91