Page 93 - teyxos_13
P. 93
White clouds stand over γκινούμαι κάπως, αλλά όχι πολύ, και μετά ξαναλέω τη φράση από
the island. We dive into their μέσα μου, σα μάθημα που πρέπει να μάθω, «τίποτα δε σε περιμέ-
fineflowing bodies and sink νει» και πάλι «τίποτα δε σε περιμένει», μέχρι που η φράση αποκτά
to the ground. I take long, ρυθμό, αλλά χάνει κάθε νόημα και μπερδεύεται με στίχους τρα-
slow breaths γουδιών που μου έρχονται στο μυαλό.

Δίπλα μου κάθεται ένας γέρος. Μου χαμογελάει. Χαμογελώ κι’ εγώ. Στο μπροστινό κάθισμα μια ηλικιωμένη γουργουρίζει σε ένα μω-
Κουνάμε τα κεφάλια μας. Με ρωτά πώς με λένε. Από πού είμαι. ρό. Το μωρό δοκιμάζει τη φωνή του με μικρές κραυγές. Ελέγχει το
Ποιανού είμαι. Πού μένω. Εάν οδηγώ. Τι αυτοκίνητο έχω. Μου λέ- σώμα του, τις κινήσεις, τα όρια, τη δύναμή του, τα χέρια του, τα
ει να μην τρέχω. Επιμένει ιδιαίτερα πως δεν πρέπει να τρέχω. Τον πόδια του, το στόμα και τη μύτη της γυναίκας που το κρατά. Η
διαβεβαιώνω πως προσέχω. Χαμογελά πιο πλατιά, ανακουφισμέ- γυναίκα αναρωτιέται φωναχτά «Τι παιδί είσαι εσύ; Τι παιδί είσαι
νος. Με ρωτά πού πάω, «σε κηδεία», του λέω, «ο αδελφός μου εί- εσύ;» Το μωρό χτυπά παλαμάκια με ενθουσιασμό. Κοιτάζω τα χέρια
χε γραφείο τελετών», μου λέει, «έκανε ωραίες κηδείες, ήταν με- μου. Τις λεπτές πτυχώσεις του δέρματος, τα ξεφλουδισμένα νύχια.
ρακλής, αλλά τον έχασα, πριν πολλά χρόνια τον έχασα, κανείς δε Απλώνω την παλάμη μου. Εξετάζω τον σκοτεινό της χάρτη. Θέλω
κάνει τόσο ωραίες κηδείες πια». Σκύβει προς το μέρος μου. «Μην να δοκιμάσω τη φωνή μου. Καθαρίζω τον λαιμό μου.
αρρωστήσεις ποτέ», μου λέει συνωμοτικά. Καθόμαστε σιωπηλοί,
ο ένας δίπλα στον άλλον. Η αεροσυνοδός μοιράζει συσκευασμένα μπισκότα. Μασουλάω τη
μαλακή, γλυκιά μάζα και σκέφτομαι τι ωραία που είναι, έτσι όπως
Είμαστε στον αέρα. Κοιτώ έξω από το παράθυρο. Τα μάτια μου το φως χύνεται στο διπλωμένο σώμα μου. Ο πατέρας μου γέρνει
τσούζουν από τη λάμψη του κόσμου. Κάποιες φορές σκέφτομαι προς το μέρος μου κρατώντας το μπισκότο στο χέρι. Μοιάζει λυ-
«Ο Μανώλης πέθανε» και μετά πάλι «Δε θα ξαναδώ τον Μανώλη» πημένος. Με κοιτά στα μάτια. «Παλιά δίνανε σάντουιτς», μου λέ-
ή «ο Μανώλης δεν υπάρχει πια». Σκέφτομαι την πρόταση σε διά- ει. «Δίνανε τσάμπα, καφέ και σάντουιτς».
φορες εκδοχές αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα και απλώς κοιτάζω τη
λάμψη έξω από το παράθυρο. Υπήρχε και δεν υπάρχει πια. Ο ωραί- Πάνω από το νησί έχουν σταθεί λευκά σύννεφα. Βουλιάζουμε στο
ος ξάδελφος των εφηβικών καλοκαιριών μου δεν υπάρχει εδώ και λεπτόρρευστο σώμα τους και χιμάμε στο έδαφος. Παίρνω βαθιές,
εικοσιπέντε χρόνια. Ο Μανώλης μού διαφεύγει. Ο κόσμος ξεγλι- αργές ανάσες. Προσγειωνόμαστε στον σκληρό διάδρομο. Γύρω μου
στρά. Με πήρε ο ύπνος στο ταξίδι και μόλις ξύπνησα σ’ ένα άδειο η ανακούφιση μεταβάλλεται σε βιασύνη. Οι επιβάτες πετάγονται
αεροπλάνο. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν και πού βρίσκομαι. Δεν από τα καθίσματα, στριμώχνονται στον στενό διάδρομο, ανοίγουν
θυμάμαι αν ξεκίνησα μόνη. τα κινητά τηλέφωνα και τραβάνε τα πράγματά τους από τα ντου-
λάπια. Βγαίνω με τους τελευταίους.
Ο πατέρας μου πάντως είναι εδώ. Διαβάζει ξεφυσώντας το οικονο-
μικό ένθετο της εφημερίδας. Σαλιώνει τις σελίδες και τις ξεφυλλί- Το νησί είναι ζεστό και υγρό. Ανασαίνει ήσυχα τυλιγμένο στο γα-
ζει με θόρυβο. Γυρίζει προς το μέρος μου. «Πότε θα επιστρέψεις;», λακτερό κουκούλι του. Στον θολό ορίζοντα ο κόσμος σβήνει. Πριν
με ρωτά. «Δεν ξέρω», του λέω. «Μάλλον θα μείνω για λίγο στο σπίτι μπούμε στο ταξί ανοίγω τη βαλίτσα. Βγάζω την πλαστική σακούλα
της Ντίνας». «Πότε θα επιστρέψεις στη δουλειά σου; Μια χαρά εί- με τα πράγματα του πατέρα μου και του τη δίνω. «Εγώ θα κατέβω
σαι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το καθυστερείς. Δε θα σε περι- πριν. Θα με αφήσει στης Ντίνας». Έχει αντιρρήσεις, αλλά δεν μα-
μένει κανείς, και μάλιστα τέτοιες εποχές. Τίποτα δε σε περιμένει». κρηγορούμε. «Το είπαμε». Διασχίζουμε τα χωράφια μέχρι τα περί-
χωρα της πόλης. Τριγύρω μας το νερό χύνεται στις σκόρπιες στε-
Ξαναγυρνώ προς το παράθυρο. Τον ακούω να τσαλακώνει τις σελί- ριές. Βουτώ τα μάτια μου στα στιλπνά του χρώματα, στις πράσι-
δες της εφημερίδας. «Τίποτα δε σε περιμένει», σκέφτομαι και συ- νες πλαγιές, στις εκρήξεις των κίτρινων και των μαβιών. Θέλω να
μείνω σε αυτό το ταξίδι.

Ο πατέρας μου μού ρίχνει γρήγορες ματιές. «Θα έρθεις στην κη-
δεία, δε θα έρθεις;», με ρωτά μαγκωμένα. «Φυσικά και θα έρθω».
Σκέφτεται, αλλά δε μιλά. Μετά από λίγο με ρωτά γλυκά «Πώς εί-
σαι;» «Μια χαρά», αποκρίνομαι. «Στεναχωριέσαι;» Οι λέξεις βγαί-
νουν μόνες τους από το στόμα μου. «Όχι. Όχι, καθόλου».

93
   88   89   90   91   92   93   94   95   96   97   98