Page 79 - teyxos_13
P. 79
Σ υνήθισε το μάτι μου στα πετούμενα. Από μικρός ακούω και σηκώνω το χέρι μου για να φτιάξω αεροδιάδρομους κά-
έφτιαχνα σαΐτες κι ύστερα τις έδινα στο φίλο μου να νοντας απότομες κινήσεις στην ευθεία των ματιών μου. Ο πατέρας
βάλει τα δικά του χρώματα. Την είχαμε μοιράσει τη λέει να πάψω να ονειρεύομαι και να ψάξω για καμία δουλειά γιατί
δουλειά. Συντονισμένα πράματα. Ολόκληρος στόλος έτοιμος σε λίγο θα τρώω αέρα κοπανιστό. Η μάνα λέει ότι αυτά μας θρέ-
για αεροδυναμικά. Απ’ την ταράτσα έφευγαν καλύτερα. Πότε φουν στον ύπνο και στο ξύπνιο μας. Η αδελφή μου θέλει να βρει
καρφώνονταν στην αυλή του διπλανού, πότε στην άσφαλτο. δουλειά, αλλά δεν μπορεί. Αν είχαμε λεφτά θα μπορούσε ν’ ανοί-
Κάποιες απ’ αυτές γύριζαν καταπάνω μας, αφού πρώτα είχαν ξει κομμωτήριο. Τώρα, μόνο ρωτάει δεξιά κι αριστερά.
κάνει κάμποσες στροφές στον αέρα. Ακόμη και τώρα βρίσκω Συγγενείς στην Αμερική δεν έχουμε. Μόνο κάτι κουμπάρους με
μερικές καλοφτιαγμένες που τις είχε καταχωνιάσει η μάνα γνωριμίες. Αυτοί βόλεψαν τη μάνα στη δουλειά. Αλλά κι αυτή, το
μου για ενθύμιο μαζί με τα τετράδια της πρώτης δημοτικού. απογείωσε το θέμα. Όχι παίζουμε. Εδώ και χρόνια με ρωτούσαν
Η μάνα δουλεύει καθαρίστρια στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν ήξερα να πω. Αλλά και να ‘ξερα,
Ελευσίνας. Πάλι καλά. Έτσι λέει. Κι εμείς το λέμε. Κρατάει το πορ- ποιος γίνεται πια αυτό που θέλει. Η αδελφή μου γνώρισε έναν τύ-
τοφόλι σφιχτά κάτω απ’ τη μασχάλη. Το ίδιο πάντα, με τις τριμμέ- πο που δουλεύει σ’ ένα Καφέ στ’ αεροδρόμιο κι είναι ευχαριστη-
νες πλευρές και το ξεθωριασμένο κούμπωμα που άλλοτε έμοια- μένος. Δεν ήταν τ’ όνειρό του, αλλά έχει να τη βγάλει τα Σαββα-
ζε χρυσό. Τα χρήματα έχουν τη μυρωδιά του ιδρώτα της και μπαι- τοκύριακα. Κι από ιστορίες, δεν κρατιέται ο τύπος..
νοβγαίνουν με δυσκολία. Η αδελφή μου κι εγώ δεν έχουμε ακόμη Πήγε λέει προχθές μια κυρία που γύριζε απ’ τους Αγίους Τόπους
δικά μας λεφτά. Ήθελε κι αυτή να πάει κάπου το καλοκαίρι, αλλά και μαζί με τα λεφτά για τον καφέ, τους άφησε κι από ένα κομπο-
τίποτε δεν περίσσευε. σκοίνι. Το πήραν, τι να ‘καναν. Κι άλλη μια φορά, ένας άντρας που
Ο πατέρας δεν πληρώνεται τακτικά απ’ τη δουλειά. Το τυπογρα- περίμενε να δει το γιό του μετά από χρόνια, λιποθύμησε και σω-
φείο που δουλεύει πάει κατά διόλου και τ’ αφεντικό όλο τούμπα ριάστηκε μπροστά τους, ρίχνοντας κάτω και τα σκαμπό του κατα-
τα φέρνει. Πότε πληρώνεται μηνιάτικο και τις περισσότερες φο- στήματος. Έτρεχαν οι καθαρίστριες, η ώρα, τα λόγια, οι βαλίτσες
ρές έναντι. Θα σας πληρώσω και με το παραπάνω τους είπε προ- στους ιμάντες.
χθές, θα κλείσουμε είπε χθες. Είπα, ξείπα. Συγγενείς περιμένουν με λουλούδια στα χέρια. Σηκώνονται στις
Το σπίτι στην Ελευσίνα είναι σε κακά χάλια. Στο δωμάτιο που κοι- μύτες των ποδιών μήπως και δουν νωρίτερα στο βάθος των αφίξε-
μάμαι με την αδελφή μου, οι σοφάδες μοιάζουν με ώριμο δαμάσκη- ων. Και τι σημασία έχουν λίγα δευτερόλεπτα; Μια φευγαλέα ματιά
νο. Κάθε πρωί, μια χαραγματιά απ’ το ταβάνι με σημαδεύει ίσα στο στις φιγούρες; Μια ανάσα πριν τις αγκαλιές; Αυτά σκέφτηκα, όταν
κούτελο. Όταν ρώτησα τον πατέρα, μου είπε να μη φοβάμαι γιατί μου τα’ λεγε.. κι αυτός συνέχισε να μας πάει απ’ την μια άκρη του
δεν έχει πειράξει την κολώνα. Τα καλοκαίρια ζεματάει η λαμαρί- αεροδρομίου στην άλλη με τα λόγια του και να μην προλαβαίνω
να στο υπόστεγο κι ο σκύλος τρέχει αλαφιασμένος να βρει σκιά. να την φτιάξω την εικόνα. Τα μέσα και τα έξω, τα ήξεις κι αφίξεις
Χθες ήρθε ο θείος Νικήτας και μας έφερε λάδι απ’ τα κτήματα κι αγκαλιάζονταν σε κοινή θέα κι εμείς παίρναμε μάτι, οι αχόρταγοι.
η μάνα τον φίλησε και τον αγκάλιασε γιατί είπε πως ήταν δώρο. Η σκέψη μου στάθηκε στον έλεγχο των αποσκευών. Εκεί λέει, όταν
Στο σχολείο βαριέμαι. Στις καταλήψεις πίναμε μπύρες και καθό- ανοίγουν οι βαλίτσες είναι σα να διαβάζεις τις πραγματικές ταυτό-
μασταν στο προαύλιο ως αργά. Μια κοπελιά μας έλεγε ιστορίες απ’ τητες του καθενός. Γιατί; τον ρώτησε η αδελφή μου κι αυτός που
τα ταξίδια της. Άλλα μέρη. Δεν το φανταζόμουν. Ούτε κι οι άλλοι. έχει το μικρόβιο να δίνει προεκτάσεις σ’ ότι βλέπει, απλώς κού-
Αυτή δεν είχε λόγο να ‘ναι με μας. Ήθελε μόνο να μην είναι σαν νησε το κεφάλι του κάνοντας τη σκηνή ακόμη πιο μυστήρια. Όταν
τους δικούς της. Της αρέσουν και τ’ Αρχαία. Αυτό δεν το κατάλα- ξαναμίλησε στην παρέα, κάποιοι είχαν ήδη χώσει με το νου τους
βα ποτέ. Στα διαγωνίσματα κάθομαι κοντά της. Μου λέει και γρά- τη μούρη τους στα σουβενίρ, που είχαν τυλιχτεί με τα μπλουζάκια
φω. Τις άλλες ώρες χασμουριέμαι κι ονειρεύομαι. για να μη σπάσουν, στις σακούλες με τα άπλυτα που ‘φερναν τις
Όταν είναι να πάω σχολείο, η μάνα φοβάται μη με πάρει ο ύπνος. μυρωδιές μιας τρελής φάσης ή ενός ξενοπηδήματος, στα μπλοκά-
Το χειμώνα το κάνω κάποιες φορές. Είκοσι λεπτά δρόμος για να κια των κοριτσιών με τη φωτογραφία του γκόμενου χωμένη ανά-
πάω ν’ ακούσω την Οικονομίδου να λέει τα ήξεις αφίξεις που δεν μεσα στις σελίδες.
καταλαβαίνω κι όλας. Αερολογίες. Σαϊτιές. Εμένα πάλι μου ήρθε στο μυαλό ο θείος Γιάννης που όταν ήρθε από
Ο κολλητός μου τη φωνάζει Πυθία. Όταν την έχουμε πρώτη ώρα, την Αυστραλία μετά από τριάντα χρόνια, κρατούσε στα χέρια του
οι μισοί κοιμούνται κι οι άλλοι μισοί μιλάνε στο κινητό. Χαμπά- μόνο ένα μικρό τσαντάκι με το διαβατήριο και το πορτοφόλι. Τους
ρι δεν παίρνει. Εγώ κάποιες μέρες κρατάω το «ήξεις» κι άλλες το το ‘πα και γέλασαν. Κανείς στ’ αεροδρόμιο δεν είχε ξαναδεί τέτοιον
«αφίξεις». Στο πήγαινε-έλα δηλαδή. Το «φευγάτος» μου πάει όσο επιβάτη. Ό,τι ήθελε να φέρει μαζί του το ‘χε στο κεφάλι και στην
και του σκύλου μου. Έτσι τον λέω για να ταιριάζουμε. καρδιά. Τ’ άλλα θα τ’ αγόραζε ξανά από δω, όπως μας είπε όταν τον
Όταν πέφτω στο κρεβάτι βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου. Δεν είδαμε και περιμέναμε να κουβαλήσουμε τα πράγματα. Ούτε μια πε-
καταλαβαίνω πάντα αν τ΄αεροπλάνα έρχονται ή φεύγουν. Μόνο τ’ τσέτα κουζίνας με καγκουρώ, είχε πει η μάνα. Ούτε μία κούτα τσι-
79
έφτιαχνα σαΐτες κι ύστερα τις έδινα στο φίλο μου να νοντας απότομες κινήσεις στην ευθεία των ματιών μου. Ο πατέρας
βάλει τα δικά του χρώματα. Την είχαμε μοιράσει τη λέει να πάψω να ονειρεύομαι και να ψάξω για καμία δουλειά γιατί
δουλειά. Συντονισμένα πράματα. Ολόκληρος στόλος έτοιμος σε λίγο θα τρώω αέρα κοπανιστό. Η μάνα λέει ότι αυτά μας θρέ-
για αεροδυναμικά. Απ’ την ταράτσα έφευγαν καλύτερα. Πότε φουν στον ύπνο και στο ξύπνιο μας. Η αδελφή μου θέλει να βρει
καρφώνονταν στην αυλή του διπλανού, πότε στην άσφαλτο. δουλειά, αλλά δεν μπορεί. Αν είχαμε λεφτά θα μπορούσε ν’ ανοί-
Κάποιες απ’ αυτές γύριζαν καταπάνω μας, αφού πρώτα είχαν ξει κομμωτήριο. Τώρα, μόνο ρωτάει δεξιά κι αριστερά.
κάνει κάμποσες στροφές στον αέρα. Ακόμη και τώρα βρίσκω Συγγενείς στην Αμερική δεν έχουμε. Μόνο κάτι κουμπάρους με
μερικές καλοφτιαγμένες που τις είχε καταχωνιάσει η μάνα γνωριμίες. Αυτοί βόλεψαν τη μάνα στη δουλειά. Αλλά κι αυτή, το
μου για ενθύμιο μαζί με τα τετράδια της πρώτης δημοτικού. απογείωσε το θέμα. Όχι παίζουμε. Εδώ και χρόνια με ρωτούσαν
Η μάνα δουλεύει καθαρίστρια στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν ήξερα να πω. Αλλά και να ‘ξερα,
Ελευσίνας. Πάλι καλά. Έτσι λέει. Κι εμείς το λέμε. Κρατάει το πορ- ποιος γίνεται πια αυτό που θέλει. Η αδελφή μου γνώρισε έναν τύ-
τοφόλι σφιχτά κάτω απ’ τη μασχάλη. Το ίδιο πάντα, με τις τριμμέ- πο που δουλεύει σ’ ένα Καφέ στ’ αεροδρόμιο κι είναι ευχαριστη-
νες πλευρές και το ξεθωριασμένο κούμπωμα που άλλοτε έμοια- μένος. Δεν ήταν τ’ όνειρό του, αλλά έχει να τη βγάλει τα Σαββα-
ζε χρυσό. Τα χρήματα έχουν τη μυρωδιά του ιδρώτα της και μπαι- τοκύριακα. Κι από ιστορίες, δεν κρατιέται ο τύπος..
νοβγαίνουν με δυσκολία. Η αδελφή μου κι εγώ δεν έχουμε ακόμη Πήγε λέει προχθές μια κυρία που γύριζε απ’ τους Αγίους Τόπους
δικά μας λεφτά. Ήθελε κι αυτή να πάει κάπου το καλοκαίρι, αλλά και μαζί με τα λεφτά για τον καφέ, τους άφησε κι από ένα κομπο-
τίποτε δεν περίσσευε. σκοίνι. Το πήραν, τι να ‘καναν. Κι άλλη μια φορά, ένας άντρας που
Ο πατέρας δεν πληρώνεται τακτικά απ’ τη δουλειά. Το τυπογρα- περίμενε να δει το γιό του μετά από χρόνια, λιποθύμησε και σω-
φείο που δουλεύει πάει κατά διόλου και τ’ αφεντικό όλο τούμπα ριάστηκε μπροστά τους, ρίχνοντας κάτω και τα σκαμπό του κατα-
τα φέρνει. Πότε πληρώνεται μηνιάτικο και τις περισσότερες φο- στήματος. Έτρεχαν οι καθαρίστριες, η ώρα, τα λόγια, οι βαλίτσες
ρές έναντι. Θα σας πληρώσω και με το παραπάνω τους είπε προ- στους ιμάντες.
χθές, θα κλείσουμε είπε χθες. Είπα, ξείπα. Συγγενείς περιμένουν με λουλούδια στα χέρια. Σηκώνονται στις
Το σπίτι στην Ελευσίνα είναι σε κακά χάλια. Στο δωμάτιο που κοι- μύτες των ποδιών μήπως και δουν νωρίτερα στο βάθος των αφίξε-
μάμαι με την αδελφή μου, οι σοφάδες μοιάζουν με ώριμο δαμάσκη- ων. Και τι σημασία έχουν λίγα δευτερόλεπτα; Μια φευγαλέα ματιά
νο. Κάθε πρωί, μια χαραγματιά απ’ το ταβάνι με σημαδεύει ίσα στο στις φιγούρες; Μια ανάσα πριν τις αγκαλιές; Αυτά σκέφτηκα, όταν
κούτελο. Όταν ρώτησα τον πατέρα, μου είπε να μη φοβάμαι γιατί μου τα’ λεγε.. κι αυτός συνέχισε να μας πάει απ’ την μια άκρη του
δεν έχει πειράξει την κολώνα. Τα καλοκαίρια ζεματάει η λαμαρί- αεροδρομίου στην άλλη με τα λόγια του και να μην προλαβαίνω
να στο υπόστεγο κι ο σκύλος τρέχει αλαφιασμένος να βρει σκιά. να την φτιάξω την εικόνα. Τα μέσα και τα έξω, τα ήξεις κι αφίξεις
Χθες ήρθε ο θείος Νικήτας και μας έφερε λάδι απ’ τα κτήματα κι αγκαλιάζονταν σε κοινή θέα κι εμείς παίρναμε μάτι, οι αχόρταγοι.
η μάνα τον φίλησε και τον αγκάλιασε γιατί είπε πως ήταν δώρο. Η σκέψη μου στάθηκε στον έλεγχο των αποσκευών. Εκεί λέει, όταν
Στο σχολείο βαριέμαι. Στις καταλήψεις πίναμε μπύρες και καθό- ανοίγουν οι βαλίτσες είναι σα να διαβάζεις τις πραγματικές ταυτό-
μασταν στο προαύλιο ως αργά. Μια κοπελιά μας έλεγε ιστορίες απ’ τητες του καθενός. Γιατί; τον ρώτησε η αδελφή μου κι αυτός που
τα ταξίδια της. Άλλα μέρη. Δεν το φανταζόμουν. Ούτε κι οι άλλοι. έχει το μικρόβιο να δίνει προεκτάσεις σ’ ότι βλέπει, απλώς κού-
Αυτή δεν είχε λόγο να ‘ναι με μας. Ήθελε μόνο να μην είναι σαν νησε το κεφάλι του κάνοντας τη σκηνή ακόμη πιο μυστήρια. Όταν
τους δικούς της. Της αρέσουν και τ’ Αρχαία. Αυτό δεν το κατάλα- ξαναμίλησε στην παρέα, κάποιοι είχαν ήδη χώσει με το νου τους
βα ποτέ. Στα διαγωνίσματα κάθομαι κοντά της. Μου λέει και γρά- τη μούρη τους στα σουβενίρ, που είχαν τυλιχτεί με τα μπλουζάκια
φω. Τις άλλες ώρες χασμουριέμαι κι ονειρεύομαι. για να μη σπάσουν, στις σακούλες με τα άπλυτα που ‘φερναν τις
Όταν είναι να πάω σχολείο, η μάνα φοβάται μη με πάρει ο ύπνος. μυρωδιές μιας τρελής φάσης ή ενός ξενοπηδήματος, στα μπλοκά-
Το χειμώνα το κάνω κάποιες φορές. Είκοσι λεπτά δρόμος για να κια των κοριτσιών με τη φωτογραφία του γκόμενου χωμένη ανά-
πάω ν’ ακούσω την Οικονομίδου να λέει τα ήξεις αφίξεις που δεν μεσα στις σελίδες.
καταλαβαίνω κι όλας. Αερολογίες. Σαϊτιές. Εμένα πάλι μου ήρθε στο μυαλό ο θείος Γιάννης που όταν ήρθε από
Ο κολλητός μου τη φωνάζει Πυθία. Όταν την έχουμε πρώτη ώρα, την Αυστραλία μετά από τριάντα χρόνια, κρατούσε στα χέρια του
οι μισοί κοιμούνται κι οι άλλοι μισοί μιλάνε στο κινητό. Χαμπά- μόνο ένα μικρό τσαντάκι με το διαβατήριο και το πορτοφόλι. Τους
ρι δεν παίρνει. Εγώ κάποιες μέρες κρατάω το «ήξεις» κι άλλες το το ‘πα και γέλασαν. Κανείς στ’ αεροδρόμιο δεν είχε ξαναδεί τέτοιον
«αφίξεις». Στο πήγαινε-έλα δηλαδή. Το «φευγάτος» μου πάει όσο επιβάτη. Ό,τι ήθελε να φέρει μαζί του το ‘χε στο κεφάλι και στην
και του σκύλου μου. Έτσι τον λέω για να ταιριάζουμε. καρδιά. Τ’ άλλα θα τ’ αγόραζε ξανά από δω, όπως μας είπε όταν τον
Όταν πέφτω στο κρεβάτι βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου. Δεν είδαμε και περιμέναμε να κουβαλήσουμε τα πράγματα. Ούτε μια πε-
καταλαβαίνω πάντα αν τ΄αεροπλάνα έρχονται ή φεύγουν. Μόνο τ’ τσέτα κουζίνας με καγκουρώ, είχε πει η μάνα. Ούτε μία κούτα τσι-
79